- ὀργανῶ
- ὀργαίνωmake angryfut ind act 1st sg (attic epic doric)ὀργανόωto be organizedpres subj act 1st sgὀργανόωto be organizedpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀργάνῳ — ὄργανον instrument neut dat sg ὄργανος working masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀργάνωι — ὀργάνῳ , ὄργανον instrument neut dat sg ὀργάνῳ , ὄργανος working masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοργάνωτος — η, ο 1. ο μη οργανωμένος, αυτός που βρίσκεται σε αταξία 2. αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε κάποια οργάνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + οργανώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Επαμ. Δεληγιώργη] … Dictionary of Greek
οργάνωση — Στις κοινωνικές επιστήμες, ο όρος σημαίνει τη συγκρότηση μιας ομάδας ή ολόκληρης της κοινωνίας σύμφωνα με συνειδητή θέληση και κοινή συνεργατική ενέργεια. Ενώ για τον ατομικιστή Σπένσερ η ο. αρχίζει εκεί όπου αρχίζουν οι ανάγκες του ίδιου του… … Dictionary of Greek
οργανώνω — (Α ὀργανῶ, όω) [όργανον] εφοδιάζω με τα αναγκαία μέσα και όργανα, δίνω οργάνωση σε κάτι νεοελλ. 1. συστηματοποιώ τα μέρη ενός συνόλου ώστε να λειτουργεί κανονικά και αρμονικά 2; προετοιμάζω βάσει σχεδίου και ολοκληρώνω έργο, εκδήλωση ή επιχείρηση … Dictionary of Greek
συμβαρβαρίζω — Α συμπεριφέρομαι κι εγώ σαν βάρβαρος («συνεβαρβάριζεν ὁ τρόπος τῷ τῆς γλώττης ὀργάνῳ», Βασ.) … Dictionary of Greek
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek